- ξεπετώ
- -άω1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές τού σπιτιού μέσα σε τρεις ώρες»)5. προσφέρω γρήγορη σεξουαλική ικανοποίηση6. μέσ. ξεπετάγομαι και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαια) πετώ ξαφνικά προς τα επάνωβ) εμφανίζομαι ξαφνικά μπροστά σε κάποιονγ) ενηλικιώνομαι, ωριμάζω απότομαδ) διακόπτω μια συζήτηση παρεμβαίνοντας με αυθάδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πετάννυμι (αόρ. ἐξ-επέτασα), βλ. και λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.